ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ


Η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των παιδιών σχολικής ηλικίας αποτελεί ενδιαφέρον πεδίο μελέτης καθώς είναι ιδιαίτερη η σημασία της στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών. Αν και σήμερα τα παιδιά διαθέτουν, λόγω των υποχρεώσεών τους, πιθανά λιγότερο ελεύθερο χρόνο και από τους ενήλικους, η μελέτη του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονται τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο τους μπορεί να αναδείξει ενδιαφέρουσες πτυχές για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της προσωπικότητάς τους. Στην Ελλάδα ελάχιστα έχει συζητηθεί το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου των νέων. Μελετήθηκε σε πανελλήνιο επίπεδο η συμπεριφορά των νέων ηλικίας 15- 24 ετών στον ελεύθερο χρόνο τους (Γαρδίκη κ.α., 1998), ενώ ανάλογα στοιχεία για νέους 15 – 29 ετών δίνει η έρευνα «Η νέα γενιά στην Ελλάδα σήμερα» (ΓΓΝΓ, 2005).
Η εργασία διερευνά τη συμμετοχή μαθητών Δημοτικού σχολείου στην περιοχή της Πάτρας σε δραστηριότητες στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου, καθώς και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται τον ελεύθερο χρόνο τους. Με σημείο αναφοράς τη βελτίωση της ποιότητας ζωής προκύπτει η σπουδαιότητα της διαχείρισης χρόνου στη σχολική ηλικία μέσα από εξισορροπημένη συμμετοχή των μαθητών ανάμεσα σε δραστηριότητες που πραγματικά επιθυμούν και σε αυτές που πρέπει να κάνουν.

Μεθοδολογία
Δείγμα
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από 1 Νοεμβρίου 2005 έως 10 Μαρτίου 2006 στην ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Στην έρευνα συμμετείχαν 413 (212 μαθητές και 201 μαθήτριες) Δ’, Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού από επτά Δημοτικά της πόλης της Πάτρας και δύο Δημοτικά σχολεία της περιφέρειας. Το ερωτηματολόγιο ήταν ανώνυμο και απαιτούσε από κάθε παιδί την κατανάλωση μιας περίπου διδακτικής ώρας (45 λεπτά) για την συμπλήρωσή του.
Όργανα μέτρησης
Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε περιλαμβάνει την ενότητα των βασικών δημογραφικών πληροφοριών για κάθε μαθητή και την ενότητα των ερωτήσεων που αφορούν στη χρήση και την κατανομή του ελεύθερου χρόνου μετά το σχολείο. Περιλαμβάνει ερωτήσεις οι οποίες καταγράφουν δραστηριότητες με εκπαιδευτικό χαρακτήρα όπως πχ ξένη γλώσσα, μουσική κλπ, αθλητικές δραστηριότητες, τη συχνότητα συμμετοχής στις δραστηριότητες, την επιθυμία για συμμετοχή στις δραστηριότητες καθώς και το πώς αντιλαμβάνονται τον ελεύθερο χρόνο.
Οι ερωτήσεις αυτές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Αυτές που δείχνουν αν τα παιδιά διαμορφώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους, μόνα τους ή όχι. Οι ερωτήσεις που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι: «Τον ελεύθερο χρόνο κάνω αυτό που μου αρέσει», «Θέλω να αξιοποιώ τον ελεύθερο χρόνο μου για να μαθαίνω κάτι ακόμα, είτε κινητικά, είτε γνωστικά», «Βοηθώ στο σπίτι ή τους γονείς μου στη δουλειά», «Προγραμματίζω από πριν τι θα κάνω», «Χρειάζομαι κάποιον να με συμβουλεύει και να με βοηθά», «Αποφασίζουν οι γονείς μου τι να κάνω».
Στην δεύτερη κατηγορία ερωτήσεων βρίσκονται όσες δηλώνουν τα συναισθήματα των παιδιών στον ελεύθερο τους χρόνο καθώς και την κοινωνική διάσταση της έννοιας του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή την κοινωνικότητα ή την απομόνωση αντίστοιχα. Δηλαδή αν νιώθουν ευχαρίστηση, ικανοποίηση και αν τους αρέσει να είναι με φίλους στον ελεύθερο τους χρόνο ή το αντίθετο αν αισθάνονται πλήξη, κούραση, άγχος, κατάθλιψη, μοναξιά.
Στην τρίτη κατηγορία είναι οι ερωτήσεις εκείνες που δείχνουν τη σημασία του ελεύθερου χρόνου για τα παιδιά, αν τους επαρκεί ή όχι ο ελεύθερος χρόνος. Όλες οι δραστηριότητες συσχετίστηκαν με το φύλο, την ηλικία, την τάξη, την περιοχή, το επάγγελμα και τη μόρφωση του πατέρα και της μητέρας

Αποτελέσματα
Η συντριπτική πλειοψηφία (90,6%) των μαθητών απάντησε ότι παρακολουθεί τηλεόραση στον ελεύθερό τους χρόνο. Όσον αφορά το παιχνίδι, τα παιδιά πρώτα από όλα προτιμούν να παίζουν με τους φίλους τους (74,8%), ύστερα με τα αδέρφια τους (65,2%) και πολύ λιγότερο μόνοι τους (33,4%). Όπως ήταν αναμενόμενο σχεδόν όλοι οι μαθητές (98,3%) απάντησαν θετικά ότι προετοιμάζονται για τα μαθήματά τους αφιερώνοντας κατά μέσο όρο περίπου 2 ώρες την ημέρα, ενώ το 68,4% των μαθητών αναφέρει ότι ξεκουράζεται κατά μέσο όρο 2 ώρες την ημέρα.

Τα περισσότερα παιδιά (244 ή 59%) ασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους με τον αθλητισμό. Το ένα από τα τρία παιδιά που ασχολούνται με τον αθλητισμό συμμετέχουν σε περισσότερες από μία δραστηριότητες την εβδομάδα, ενώ όπως προκύπτει και από τον πίνακα 1 που ακολουθεί οι δημοφιλέστερες δραστηριότητες είναι το ποδόσφαιρο για τα αγόρια και η ρυθμική για τα κορίτσια.

Στο χρόνο που απομένει στα παιδιά αφού τελειώσουν τις εξωσχολικές - εκπαιδευτικές και αθλητικές τους δραστηριότητες και διαβάσουν τα μαθήματα τους, παρατηρείται ότι οι πιο συχνές δραστηριότητες στις οποίες μετέχουν τα παιδιά είναι η παρακολούθηση τηλεόρασης (88,8%), η παρέα με φίλους (78,8%), η ακρόαση μουσικής (64,8%), το παιχνίδι στο σπίτι (62,9%) και η συζήτηση με την οικογένεια (61,3%).
Από την ανάλυση δεδομένων οι διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν στις δραστηριότητες αυτές σε σχέση με το φύλο, την ηλικία, την τάξη, την περιοχή το επάγγελμα και τη μόρφωση του πατέρα και της μητέρας έχουν ως εξής:
Σε σχέση με την περιοχή παρατηρείται ότι στην αγροτική περιοχή τα παιδιά περισσότερο κάνουν ποδήλατο και πηγαίνουν περίπατο ενώ στην αστική περισσότερο πηγαίνουν κινηματογράφο.
Σε σχέση με το φύλο, τα αγόρια περισσότερο παίζουν μέσα στο σπίτι, ασχολούνται με τον υπολογιστή, παρακολουθούν αθλητικές διοργανώσεις και πηγαίνουν κινηματογράφο σε σχέση με τα κορίτσια που περισσότερο ακούνε μουσική ή ραδιόφωνο, βοηθούν στις δουλειές στο σπίτι και διαβάζουν βιβλία ή περιοδικά.
Σε σχέση με την ηλικία - τάξη, στις μικρότερες ηλικίες παίζουν πιο συχνά μέσα στο σπίτι, ζωγραφίζουν και διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες περισσότερο τηλεφωνούν και στέλνουν μηνύματα.
Τέλος, σε σχέση με το επάγγελμα και τη μόρφωση των γονιών, τα παιδιά που οι γονείς τους είναι απόφοιτοι Δημοτικού ή Γυμνασίου, διαβάζουν λιγότερο εξωσχολικά βιβλία, ασχολούνται πιο σπάνια με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και δεν πηγαίνουν σχεδόν ποτέ στον κινηματογράφο ή το θέατρο ενώ τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν Πανεπιστημιακή μόρφωση παίζουν λιγότερο στη γειτονιά, πάνε περίπατο σπάνια και κάνουν λιγότερο ποδήλατο.
Οι περισσότερο επιθυμητές δραστηριότητες για τα παιδιά είναι η παρέα με τους φίλους (363 - 87,9%), οι αθλητικές δραστηριότητες (324 - 81% ) και η ποδηλασία (303 - 73,4%). Η παρακολούθηση τηλεόρασης αν και γίνεται όπως είδαμε από σύνολο σχεδόν των παιδιών και για περίπου 2,5 ώρες ημερησίως, αποτελεί επιθυμητή δραστηριότητα μόνο για το 51,3% των παιδιών και βρίσκεται μόλις στη 16η θέση των αγαπημένων δραστηριοτήτων των παιδιών.
Εκείνο που συμφωνούν η πλειοψηφία των παιδιών είναι ότι τον ελεύθερό τους χρόνο κάνουν αυτό που τους αρέσει (88,9%), παρόλο που οι γονείς επιλέγουν τις δραστηριότητες σε αρκετές περιπτώσεις (πάντα 22% - σχεδόν πάντα 27%). Στην αντίληψη αυτή των παιδιών δεν παρατηρείται στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με το βαθμό συμμετοχής των γονέων στη λήψη αποφάσεων (p=0,553), ενώ υπάρχει διαφοροποίηση (με πιο έντονη αντίληψη ελευθερίας επιλογών) στις 2 μεγαλύτερες τάξεις (p=0,005).
Το 75,9% θεωρούν σημαντικό τον ελεύθερο χρόνο και το 70% προγραμματίζει από πριν τι θα κάνει αν και το πρόγραμμα των παιδιών είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένο από το εκπαιδευτικό σύστημα και τους γονείς. Πάνω από όλα, τον ελεύθερό τους χρόνο τους αρέσει να τον περνάνε με φίλους (93,7%), να παίζουν, να διασκεδάζουν, πράγματα που είναι ίσως τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή ενός παιδιού. Όλα τα παιδιά (90,2%) θεωρούν ότι έχουν ελεύθερο χρόνο αν και θα ήθελαν (το 58,9%) περισσότερο.

Συζήτηση
Η επιλογή δραστηριοτήτων στον ελεύθερο χρόνο των μαθητών επηρεάζεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από το φύλο, την ηλικία και την τάξη που φοιτούν, το επάγγελμα και τη μόρφωση των γονιών και από την περιοχή κατοικίας. Τα παιδιά δεν μπορούν να βιώσουν το αυθόρμητο και το ξαφνικό ως κομμάτι της πραγματικότητας, καθώς τα περισσότερα πράγματα στη ζωή τους είναι προγραμματισμένα. Δεν υπάρχει επίσης σύμμετρη ενασχόληση με δραστηριότητες από διαφορετικούς τομείς γεγονός αναγκαίο τόσο για την ισορροπία του ψυχισμού τους, όσο και για την ολοκληρωμένη ανάπτυξή τους. Η έλλειψη σχόλης για έμπνευση και για δημιουργία, οδηγεί στο τέλος της ημέρας σε μια αίσθηση κενού και ανησυχίας, χωρίς την εμπέδωση γνώσεων και καταγραφή συναισθημάτων.
Χρειάζεται καταρχήν η συντονισμένη παρέμβαση της πολιτείας (ανεξαρτήτως βαθμού) για τη χάραξη πολιτικής για τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών (και όχι μόνο) με τη συστηματική δημιουργία και υποστήριξη των απαραίτητων υποδομών (για παράδειγμα πολυδύναμων πνευματικών και αθλητικών κέντρων). Οι γονείς, από την άλλη, πρέπει να δίνουν επιλογές στα παιδιά να αυτενεργήσουν και να διαθέσουν το χρόνο όπως εκείνα θέλουν και θα έχουν εκπαιδευθεί να το κάνουν για να μάθουν να ισορροπούν ανάμεσα στις δραστηριότητες που θέλουν και σε αυτές που πρέπει να κάνουν
Τέλος, το σχολείο με την κατάλληλη σχολική αγωγή, με τη δια βίου μάθηση και με μαθήματα όπως μουσική, καλές τέχνες, φυσική αγωγή, δημιουργικό γράψιμο πρέπει να ενισχύσουν την εκμάθηση της διαχείρισης χρόνου και την εκπαίδευση του ελεύθερου χρόνου.


Βιβλιογραφία
Γαρδίκη Ο, Κελπερής Χ, Μουρίκη Α [και α.] (1988)Νέοι : διάθεση χρόνου-διαπροσωπικές σχέσεις, Τόμος 1, (1987) Τόμος 2 Αστικές – ημιαστικές - αγροτικές περιοχές της Ελλάδος, ΕΚΚΕ
Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (2005) Η Νέα Γενιά στην Ελλάδα σήμερα, Αθήνα

« Η Υποκειμενική Ευεξία στην Εκπαίδευση: Σύγκριση με την ικανοποίηση και το συναίσθημα από την εργασία των εκπαιδευτικών »

Διατριβή (μεταπτυχιακή) - Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Επιστημών του Ανθρώπου, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, 2008.

Θεωρητικό Πλαίσιο
Διεθνώς, η έρευνα έχει εστιάσει στις διάφορες πτυχές της ευεξίας, είτε μετρώντας με αντικειμενικούς δείκτες, είτε από την πλευρά της υποκειμενικής ευεξίας, που εξετάζει η μελέτη αυτή, η οποία περιλαμβάνει τις συγκριτικές προσωπικές εμπειρίες του καθενός, όσον αφορά την αντίληψή του για την ποιότητα ζωής του.
Σκοπός
Έρευνα της υποκειμενικής ευεξίας σε σχέση με την εκπαίδευση και αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί βλέπουν και αισθάνονται γενικότερα τη ζωή και πόσο αυτό συνδέεται με την ικανοποίηση και το συναίσθημα από την εργασία.
Μεθοδολογία
Στην έρευνα συμμετείχαν 90 εκπαιδευτικοί (29 άνδρες και 61 γυναίκες) από 24 έως 60 ετών. Στα ερωτηματολόγια χρησιμοποιήθηκε για την Υποκειμενική Ευεξία, το Oxford Happiness Scale (Hills & Argyle, 2001), η κλίμακα 12 προτάσεων Brayfield & Rothe (1951) για τη μέτρηση της επαγγελματικής ικανοποίησης καθώς και η κλίμακα 20 επιθέτων (Job Affect Scale, Brief et al, 1988) για τη μέτρηση των συναισθημάτων στην εργασία. Παράλληλα προκειμένου να ελεγχθούν οι παράγοντες ευεξίας δημιουργήθηκαν τρεις υποκατηγορίες της: «Επίτευγμα και Ικανοποίηση», «Απόλαυση και ευχαρίστηση» και «Σθένος και υγεία».
Αποτελέσματα
Όπως κατέδειξε η έρευνα το πλήθος των εκπαιδευτικών παρουσιάζει σχετικά υψηλό αίσθημα υποκειμενικής ευεξίας (Μ=2,936). Υψηλές τιμές παρουσιάστηκαν και στις υποκατηγορίες της υποκειμενικής ευεξίας κάτι που δείχνει ότι είναι αρκετά ικανοποιημένοι από τη ζωή τους γενικότερα και από τα επιτεύγματά τους, νιώθουν σωματικά και πνευματικά υγιείς και ευτυχισμένοι ως επί το πλείστον. Βρέθηκε επίσης θετική συσχέτιση της υποκειμενικής ευεξίας με την ικανοποίηση από την εργασία (r=0,434) και το θετικό συναίσθημα από την εργασία (r=0,466) καθώς με τις επιμέρους μεταβλητές της υποκειμενικής ευεξίας και αντιστοίχως το αρνητικό συναίσθημα είχε αρνητική συσχέτιση.
Συμπεράσματα

Αξιολογώντας οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί τη ζωή τους, διαπιστώθηκε ότι η υποκειμενική ευεξία στην εκπαίδευση είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς, καθόσον επηρεάζει άμεσα την εργασία τους. Παράλληλα, η όλη ευχαρίστηση που υπάρχει στην εργασία τους έχει αντίκτυπο και στην υπόλοιπη, εκτός εργασίας, ζωή τους. Η υποκειμενική ευεξία είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο με κεντρικότερη πτυχή της την ικανοποίηση από τη ζωή και εξίσου σημαντική την αυτοαξιολόγηση της φυσικής υγείας. Τέλος, η προσωπικότητα είναι ένας από τους ισχυρότερους και πιο σταθερούς προάγγελους της υποκειμενικής ευεξίας.